- σταλαγμιαίος
- -αία, -ον, Ααυτός που μετρείται με υδραυλικό χρονόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγον-ιαῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταλαγμιαίας — σταλαγμιαίᾱς , σταλαγμιαῖος as measured by the water clock fem acc pl σταλαγμιαίᾱς , σταλαγμιαῖος as measured by the water clock fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)